Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) το τριάρι 3) (

  • 1 тройка

    тройка ж 1) (цифра ) το τρία 2) (отметка ) το τριάρι 3) (лошадей ) η τρόικα
    * * *
    ж
    1) ( цифра) το τρία
    2) ( отметка) το τριάρι
    3) ( лошадей) η τρόικα

    Русско-греческий словарь > тройка

  • 2 тройка

    тройка
    ж
    1. (цифра) τά τρία·
    2. (в картах) ἡ τριάρα, τό τριάρι·
    3. (лошадей) ἡ τρόικα·
    4. (отметка) τό τρία, τό τριάρι·
    5. (костюм) разг ἡ φορεσιά, τό κοστοῦμι μέ γιλέκο.

    Русско-новогреческий словарь > тройка

  • 3 три

    трёх, трём, тремя, о трёх (αριθμητικό απόλυτο)• τρία (3)•

    трижды три = девять τρία επι τρία = εννιά•

    написать цифру три γράφω τον αριθμό τρία.

    || (ποσοτικό)•

    три сестры τρεις αδερφές•

    три шага τρία βήματα•

    дом в три этажа σπίτι τριώροφο.

    || ο σχολικός βαθμός τρία, το τριάρι.

    Большой русско-греческий словарь > три

  • 4 тройка

    -и, γεν. πλθ. троек, δοτ. тройкам θ.
    1. τρία, ο αριθμός 3• написать -у γράφω τον αριθμό τρία.
    2. ο σχολικός βαθμός τρία (3).
    3. το τριάρι, το τρία (παιγνιόχαρτο, ζάρι κ.τ.τ.).
    4. η τρόικα (αμάξι με τρία άλογα• τα τρία άλογα του αμαξιού).
    5. τριάδα, τριμελής επιτροπή ή τριμελές όργανο.
    6. κοστούμι από τρία μέρη: σακκάκι, παντελόνι, γιλέκο ή γυναικείο ταγέρ ι: σακκάκι, φούστα, γιλέκο.

    Большой русско-греческий словарь > тройка

См. также в других словарях:

  • τριάρι — το 1. ποσό από τρεις μονάδες ή τρία όμοια πράγματα, τριάρα. 2. διαμέρισμα τριών δωματίων: Νοίκιασα ένα τριάρι. 3. ο αριθμός τρία και το σύμβολό του 3. 4. τραπουλόχαρτο που έχει τρεις φορές το γνώρισμα της φυλής του: Τριάρι καρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριάρι — το, Ν 1. ποσό τριών μονάδων 2. τρεις δραχμές 3. χαρτί τής τράπουλας που έχει τρεις φορές το γνώρισμα τού είδους του («τριάρι κούπα») 4. διαμέρισμα τριών δωματίων 5. η πλευρά τού ζαριού που έχει τρία στίγματα 6. στον πληθ. τα τριάρια οι τριάρες.… …   Dictionary of Greek

  • σκαμπίλι — το, Ν 1. ηχηρό ράπισμα, χτύπημα που δίνεται με την παλάμη στο πρόσωπο και κυρίως στο μάγουλο, χαστούκι, κόλαφος 2. είδος χαρτοπαιγνίου που παίζεται από δύο ή περισσότερους παίκτες και με δεσμίδα από εικοσιοκτώ ή τριανταέξι τραπουλόχαρτα 3. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • τρίο — το, Ν 1. μουσική σύνθεση για τρία όργανα 2. ομάδα τριών ερμηνευτών που εκτελούν μαζί τραγούδι ή χορό 3. ειρων. ομάδα τριών αχώριστων φίλων ή συνεργατών 4. το χαρτί τρία τής τράπουλας, το τριάρι (α. «τρίο καρό» β. «τρίο κούπα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ …   Dictionary of Greek

  • τριάρα — η, Ν 1. ποσό τριών μονάδων 2. (για στρατιώτες) τριήμερη φυλάκιση («έφαγα μια τριάρα») 3. στον πληθ. οι τριάρες (σε παιχνίδι με ζάρια) η περίπτωση κατά την οποία και τα δύο ζάρια που ρίχτηκαν δείχνουν την πλευρά που έχει τρία στίγματα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»